- Αὐτοφραδάτην
- Αὐτοφραδάτηςmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύννους — ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, οον, Α 1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος 2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος αρχ. γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek